- πιλάριον
- πιλάριονeye-salveneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πιλάριον — (I) το, Α [πίλα] 1. αλοιφή για τα μάτια 2. έμπλαστρο. (II) τὸ, Μ [πίλος] επιστέγασμα στήλης … Dictionary of Greek
πιλαρίῳ — πιλάριον eye salve neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηλάριον — τὸ, Α ονομασία αλοιφής για τα μάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιλάριον (< πίλα), πιθ. κατ επίδραση τού πηλός] … Dictionary of Greek